Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

Περί Τουρκοκρητικών

Ψάχνοντας για υλικό σχετικά με μιά εργασία, έπεσα πάνω στα παρακάτω, σας τα μεταφέρω παρ' όλο που δε χαϊδεύουν και πολύ τα αυτιά μας ημών την Κρητών


Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τους Τουρκοκρητες κι αυτά δεν ξεπερνούν χρονικά τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν πλέον, με την κορύφωση του Κρητικού ζητήματος, σχεδόν οι μισοί αναγκάστηκαν να εκπατριστούν. Οι άλλοι μισοί περίμεναν στην Κρήτη μέχρι το 1923, οπότε ανταλλάχτηκαν αναγκαστι­κά. Ελάχιστες οι αναφορές γι' αυ­τούς από κει και πέρα. Ακόμα κι αυτές οι διεθνείς Συμβάσεις-α­κολουθήματα της Συμφωνίας Α­νταλλαγής του 1923 (η 9η Δήλωσης, η Σύμβασης Αγκύρας του 1926, η Συμφωνία Αθηνών του 1926) μήτε που τους κατονομά­ζουν. Κι όμως, αποτελούν τη θυελ­λώδη σκιά σε όλα τα τραπέζια συ­ζητήσεων εκείνης της εποχής. Τι απέγιναν οι Τουρκοκρήτες; Ποια η δράση τους επάνω στην Κρήτη και αργότερα; Πού βρίσκονται σήμερα και τι σκέφτονται; Αυτοί τους οποίούς κανείς δε συσχέτι­σε τη συνολική τους ιστορία και τύχη με την τύχη του μικρασιατικού ελληνισμού...

Στις μελέτες του Πανεπι­στημίου Κολονίας (1989), βλέ­πούμε ότι στις εθνικές ομάδες πού σήμερα περικλείονται στα σύνορα της Δημοκρατίας της Τουρκίας (καταχωρούνται 47 γε­νεές κατηγορίες), οι Τουρκο­κρήτες, μαζί με τους Τουρκοκύ­πριους και τους Πόντιους Οφλή­δες, αποτελούν μειονότητα, με τον τίτλο "Ελληνόφωνοι Μου­σουλμάνοι εκτός Βαλκανίων". Οι Τουρκοκρήτες είναι εξισλαμι­σμένοι 'Έλληνες, διευκρινίζει η μελέτη, που μιλούν τα "κρητικά", μια ελληνική διάλεκτο του Νοτί­ου Αιγαίού, κι ενώ πολλοί απ' αυ­τούς εμφανίζονται στη Σμύρνη (το 1965) ως Μπεκτασήδες, μέ­σα από δείγμα 898 ατόμων, οι 262 δηλώνουν Χριστιανοί!

Η δημιουργία μιας ταυτότητας

Οι πληροφορίες αυτές ανοίγουν τις πόρτες σε θέματα που μόνο εν κλειστώ συζητούνται. 'Όπως στην Αλβανία, στην Κύπρο, αλλά και σε τόσα άλλα μέρη, έτσι και στην Κρήτη, ο μουσουλμανικός πληθυσμός δημιουργήθηκε χωρίς τη συρροή ξένων στη χώρα αλλά με μόνη την αποστασία. Όλοι οι μουσουλμάνοι της Κρήτης είναι „μπουρμαδες“, εξωμότες η παιδιά εξωμοτών, λέει το 1700 ο Τουρνεφόρ. Μαζικοί εξισλαμι­σμοί στην Κρήτη αρχίζουν πριν την πολιορκία του Χάνδακα. Το προσηλυτιστικό έργο των Δερβί­σικων ταγμάτων, που συνεκστρά­τευαν με τους Γαζήδες, βοηθή­θηκε από το εθνολογικό και κοι­νωνικό υπόστρωμα που βρήκαν στο νησί, μετά από αιώνες κατο­χής, εκμετάλλευσης και μετα­μορφώσεων από Σαρακηνούς, Βυζαντινούς και Ενετούς. Γιατί, και επί Αραβοκρατίας, πολυάριθ­μοι Κρητικοί αλλαξοπίστησαν, αν και επέστρεψαν στο Χριστιανι­σμό, όταν πήραν πίσω το νησί οι Βυζαντινοί. Θέατρο μαχών για τη Μεγάλη Εκκλησία υπήρξε ανέκαθεν η Κρήτη, όπου κραταιό αντίπαλο της αποτέλεσαν τα εγκόσμια πλεονεκτήματα που πρόσφεραν συμφέρον και ισλαμισμός. Μετά την κατάκτηση του νησιού απο τους Τούρκους οι Ενετικές γαίες γύρω από το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο, τα Χανιά και τους δρόμους συγκοινωνίας του νησιού, έγιναν τιμάρια για τους αρχηγούς σπαχήδες και τους εξι­σλαμισμένους Κρήτες που πολέ­μησαν στο πλευρό των Τούρκων - αν και γνωρίζουμε πως πολλοί Κρήτες πολέμησαν μες απ' τα κά­στρα, στο πλευρό των Ενετών. Ο πληθυσμός εixε κιόλας διαιρεθεί. Οι χριστιανοί απωθήθηκαν προς τα τρία μεγάλα βουνά και τις α­κτές Σφακιών και Μιραμπέλου. "Ξεκουκούλωτους" αποκαλού­σαν στις δυτικές επαρχίες αυτούς τους εξισλαμισμένους Κρη­τικούς γενίτσαρους, με την έν­νοια του αδιάντροπου, του ανθρώπου πέρα από τα όρια, χαρακτη­ρισμός που αγκάλιαζε κι απόψεις των Οθωμανών -ελάχιστων και πά­ντα περαστικών απ' το νησί- γι' αυτούς τους ιδιόρρυθμους μου­σουλμάνους της Κρήτης. Περιγράφο­νται ως θρη­σκευτικά α­διάφοροι, να πίνουν κρασί (που άλλωστε παράγουν), να μην ξέρουν ούτε μα λέξη Τουρκικά. Από τους γά­μους τους με χριστιανές προκύπτουν "μικτές" οικογένειες, για­τί οι γυναίκες τους δεν υποχρεώ­νονται ν' αλλάξουν δόγμα. Βαφτίζουν παιδιά φίλων και συγγενών τους χριστιανών και αλληλοαπο­καλούνται "σύντεκνοι". Κυριολε­κτικά ανεξέλεγκτοι από την Πύ­λη, μετέτρεψαν την Κρήτη στην πιο κακοδιοικούμενη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενδιαφέρουσα είναι η Ιστορία του Γενιτσαρισμού στο νησί και απο­καλυπτικές εκείνες οι σελίδες της που έχουν καταχωρισθεί στα Οθωμανικά Αρχεία του νησιού. Α­δέλφια με διαφορετικό θρήσκευ­μα, οικογένειες ετερόθρησκες, δεμένες με κληρονομικούς και επιχειρηματικούς δεσμούς, με δεσμούς αίματος. "Όλοι επιζη­τούσαν τη γνωριμία των Γενίτσά­ρων, γιατί έτσι αποκτούσαν προ­στασία, αλλά και... τη δυνατότητα να γραφτούν κι οι ίδιοι στον "Ορ­τά", να απαλλαγούν δηλαδή από φορολογίες, να προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Η Πύλη δεν τα έλεγχε όλα αυτά. Το 1813 επέλε­ξε έναν εξωμότη Χριστιανό, τον Χατζή Οσμάν Πασά, με μυστική εντολή, να καταπνίξει τους πιο α­νυπότακτους γενίτσαρους, στηρι­ζόμενος στη βοήθεια των ντόπιων χριστιανών. Η αποστολή του εντε­ταλμένου αξιοθαύμαστα εκτελέ­στηκε, με εξαίρεση το Ηράκλειο, όπου οι Τουρκοκρήτες δεν του επέτρεψαν να πατήσει ποτέ. Δεν ήταν άλλωστε δύσκολο στις τόσο ρευστές εκείνες εποχές να δια­βάλουν το Χατζή Οσμάν Πασά που τελικά απαγχονίστηκε στην Προύσα. Πολλά έχουν γραφεί α­πό περιηγητές και Χριστιανοκρή­τες - πρέπει να ομολογήσουμε – ως επí το πλείστον ιστορικούς για τις αυθαιρεσίες, τα αιμοβόρα εγκλήματα των γενιτσάρων Κρητών σε βάρος των χριστιανών, την ε­ξαθλίωση των τελευταίων και την απώθησή τους μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα στις ορεινές περιο­χές και στα έρημα κορφοβού­νια του νησιού με τα κρησφύγετα των Χαϊνηδων οι οποίοι έκαναν κλεφτοπόλεμο εναντίον των Γε­νίτσάρων. Η εικόνα όμως συμπλη­ρώνεται υποχρεωτικά με τα εξί­σου ειδεχθή εγκλήματα χριστια­νών και με το φόβο, εντέλει, που ενέσπειραν στους φιλήσυχους αλλά ιδίως στους πλούσιους κα­τοίκους του νησιού, Μουσουλμά­νους και Χριστιανούς, οι εξεγερ­μένες ομάδες των παλικαράδων με το ζωηρό ταμπεραμέντο.

Κάτω από την Οθωμανική Διοί­κηση, η Μεγάλη Εκκλησία απο­κατέστησε τη θρησκευτική ιεραρχία, που είχαν καταλύσει οι Ενε­τοί, και η Κρήτη συνδέθηκε με την ιερή κοινότητα του Άθω, μέσω της οποίας η Ρωσία διατηρούσε επαφή με τους ορθόδοξους υπηκό­ους της Πύλης. Η προπαγάνδα αυτή συνοδευόταν από τα μηνύ­ματα, τους θρύλούς και τη μεγά­λη προσδοκίας για μια απελευθέ­ρωση, που θα ερχόταν από το Μόσκοβα, αλλά και από προσφορά χρημάτων και πολεμοφοδίων. Ξε­χώρισαν λοιπόν σύντομα οι Κρή­τες οπλαρχηγοί και συγκέντρω­σαν τα "παλικαριά" τους και, όπως κάθε τόσο έφθαναν όπλα και άφθονα χρήματα απ' τη Ρωσία στο νησί, οι οπαδοί της Προσδοκίας αυτής επαναστατούσαν με συχνότητα κάθε δέκα χρόνια. Η ι­διότητα του επαναστάτη δεν ήταν μόνο τιμητική αλλά και προσοδοφόρα. Κάτω από το πρίσμα αυτό θα πρέπει να ξαναδεί κανείς τη συρροή ενόπλων ομάδων και από άλλες περιοχές στην Κρήτη.

Η αναμέτρηση

Από τις αρχές του 19ου αιώνα αρ­χίζουν να συσσωρεύονται, η μια μετά την άλλη, οι αιτίες που εν τέλει θα οδηγήσουν τις δυο κοι­νότητες στην τελική αναμέτρηση:

α) Τα μέτρα που έλαβε από το 1822 ο Μωχάμετ-Άλη της Αιγύπτου για την ιδιοκτησία και εκμε­τάλλευσή της, έβλαψαν ιδιαίτερα και ποικιλότροπα τους Τουρκο­κρήτες, ώστε, μετά το 1828-29, αλ­λάζει ο χάρτης εγκατάστασης των κοινοτήτων στο νησί. Οι Μουσουλμάνοι περιορίζονται στην Κεντρική Κρήτη και στις μεγάλες πόλεις.

β)Στις πόλεις δημιουργείται έ­νας νέος αστικός πληθυσμός α­πό μουσουλμάνους πρώην αγρό­τες που αποκτούν εμπορικά ε­παγγέλματα αλλά και από χριστια­νούς των οποίων η εμπορική δρα­στηριότητα ευνοείται μετά τη Συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή.

Ενώ λοιπόν στις πόλεις, α­νάμεσα στις δυο κοινότητες, κά­τω απο τους συνεχώς αυξανόμε­νους δεσμούς αίματος και συμ­φερόντων (μικτές οικογένειες, συνεταιρισμοί), δρουν συμφιλιω­τικές δυνάμεις, οι μόνιμα επανα­στατημένοι χριστιανοί της υπαί­θρού συμβάλλουν στη σταδιακή συρρίκνωση της μουσουλμανικής κοινότητας. Η βιβλιογραφία προ­σφέρει τους παρακάτω αριθμούς: από 200-220.000 μουσουλμάνους και 60.000 χριστιανούς, το 1770, σε εκατό περίπου χρόνια υπάρχουν 65.000 μουσουλμάνοι και 250.000 χριστιανοί. Πρέπει ακόμα να σημειώσουμε ότι αδιευκρίνιστος α­ριθμός Τουρκοκρητών, κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821, επέστρεψε στη χριστιανική πίστη, όπως για παρά­δειγμα η οικογένεια των κρυπτο­χριστιανών Κουρμούληδων.

Η νέα πραγματικότητα συ­νοδευόταν από οράματα για οικο­νομική ανάπτυξη, αφού το νησί έ­μεινε για δυο περίπου αιώνες, υ­πό τη διακυβέρνηση της Πύλης, χωρίς έργα, συγκοινωνίες, σύγ­χρονη διοίκηση. "Οι Κρήτες δεν είναι μόνο παλικαριά, έχουν και άλλες φιλοδοξίες..." μας βεβαιώ­νουν παρατηρητές. Οι μεγάλες πλουτοπαραγωγικές αλλά εγκα­ταλελειμμένες πεδιάδες του νη­σιού, ιδιοκτησίες των αγάδων ή μουσουλμανικών τεμένων , απο­τελούσαν πειρασμό και οι Κρήτες χριστιανοί επιθυμούσαν την αξιο­ποίησή τους. Φυσικά απαιτούντο και τα κεφάλαια. Το σχέδιο για τη δημιουργια μιας Κρητικής κτημα­τικής Τραπεζας (που Θα προκα­τέβαλε για τις μουσουλμανικές γαίες και θα τις διέθετε έναντι δανείου εξοφλητέου σε δεκαετία) ωριμάζει παράλληλα με τη σκέ­ψη για αποδημία (ή και απέλαση) των μουσουλμάνων Κρητών.

Σε όλη την κρίσιμη περίο­δο για το Κρητικό Ζήτημα από την επιβολή του Χάρτη της Χαλέ­πας(1868-1889)), οι Κρητικοί βρέθηκαν διαιρεμένοι σε δύο πολιτικά κόμματα, τους Συντηρητικούς και τους Φιλελεύθερους, με α­ντίστοιχους αρχηγούς τον Ι. Κούν­δουρο και τον νεαρό δικηγόρο Ε­λευθέριο Βενιζέλο. " Ε υ ρ ω π α ι σ τ έ ς " θεωρήθηκαν οι Κρήτες που ονειρεύονταν μια οικονομι­κή ανάπτυξη βασισμένη σε δανει­σμό ευρωπαϊκών κεφαλαίων τα ο­ποία ήδη εκδήλωναν το ενδιαφέ­ρον τους. Στις τάξεις των Ευρω­παϊστών βέβαια ανήκαν και πολ­λοί μουσουλμάνοι και πάνω σ' αυ­τήν την κοινή προσδοκία στηρί­χτηκε αρχικά το κόμμα των Φιλε­λευθέρων το οποίο, όπως άλλω­στε και η Αγγλική πολιτική, προω­θούσε αυτονομιστικές λύσεις για την Κρήτη. Οι αυτονομιστές απο­δέχονταν να παραμείνουν οι μου­σουλμάνοι στην Κρήτη και να ζή­σουν από κοινού ειρηνικά. Είναι αλήθεια ότι ο Βενιζέλος πολλούς μουσουλμάνους έκανε να πιστέ­ψουν πως "θα συνευδαιμονήσουν ως τέκνα μιας και της αυτής γης", εάν κάποτε υπαχθούν σε νόμους δίκαιους, ή ότι αυτό που αντιστρά­τευε μέχρι στιγμής τις δυο κοι­νότητες στην Κρήτη συνίστατο σε απλές "διαιρούσες προλήψεις". Υπήρχε βέβαια κει το παράδειγ­μα της Θεσσαλίας πού, όταν το 1881 προσαρτήθηκε στην Ελλάδα, πολλοί μουσουλμάνοι άλλαξαν θρήσκευμα και παρέμειναν. Ίσως λοιπόν να επικρατούσε η εντύπω­ση ότι και στην Κρήτη θα συνέ­βαινε εύκολα το ίδιο με τους ελ­ληνόφωνους μουσουλμάνους. Απεδείχθη ότι ήταν μια τακτική προσεταιρισμού, που όμως πολ­λά προβλήματα δημιούργησε α­νάμεσα στους χριστιανούς που εί­χαν νοιώσει ότι αδικούνται από το φιλομουσουλμανισμό του Βενιζέ­λου. Αναμφίβολα μια μεγάλη με­ρίδα μουσουλμάνων της Κρήτης έψαχνε να βρει μια πολιτική έκ­φραση πότε στους Βενιζελικούς και πότε στους Ενωτικούς, χωρίς να το πετυχαίνει, γιατί η Αγγλική πολιτική υπέθαλπε άλλοτε ταυτό­χρονα τους στόχους της Πύλης και των Αυτονομιστών και άλλοτε προωθουσε θέσεις των Ενωτικών, σύμφωνα με το ρητό "διαίρει και βασίλευε". Την εμπιστοσύνη τους στο Βενιζέλο απέσυραν οι μουσουλμάνοι Κρήτες, όταν κατά την προεδρεία του στη Συνέλευση των Αρχανών κατηγορήθηκε ως πράκτωρ της Εθνικής Εταιρείας (Οκτ. 1897). 'Άλλωστε μέχρι τα τέ­λη του 1898 ο Βενιζέλος απαιτούσε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να εφαρμόσουν ανένδοτο αποκλει­σμό των συγκεντρωμένων μου­σουλμάνων που εixαν καταφύγει στις πόλεις και τις παραλίες του νησιού, με στόχο να τους κρατά μακριά από τις περιουσίες τους. Το 1897, η διαιρετική τακτι­κή της Πύλης έφερε τις Προστά­τιδες δυνάμεις στο νησί, για να επιβάλουν την ειρήνη και τα γε­γονότα οδήγησαν την Κρήτη σε ένα είδος "καντονοποιησης ". Οι Άγγλοι που κατέλαβαν τότε το Κεντρικό τμήμα της βρήκαν ευκαιρία και υπέθαλψαν στο Η­ράκλειο τον βασιβουζουκισμό (άτακτοι αντάρτες) των μουσουλμάνων που οπλίζονταν από τα Τουρκικά στρατόπεδα και κρα­τούσαν έτσι μόνιμα ταραγμένη την εικόνα που εμφάνιζε το νη­σι. Η "Διεθνοποίηση" του Κρητικού Ζητήματος αποτελεί έναν έ­ξυπνο ελιγμό της Πύλης, μόλις διαπίστωσε ότι δεν εixε ελπίδες να κρατήσει για πολύ ακόμα την Κρήτη για όλες οι παραπέρα ενέρ­γειες της είναι αυτές μιας σο­φής απαγκίστρωσης.

Μετά την παραχώρηση του Χάρτη της Χα­λέπας(1868) προσπάθησε να προωθήσει τα συμφέροντά της μέσα από πολιτικούς μηχανι­σμούς. Ενώ λοιπόν ο προσφερό­μενος κοινοβουλευτισμός άνοι­γε για τη χριστιανική κοινότητα τους ασκούς μιας λυσσαλέας κομματικής αντιπαλότητας (δεν έλειψαν οι μεταξύ των αρχηγών των κομμάτων αλληλοκατηγορί­ες ότι υποκινούντο από τη μια ή την άλλη αρχή), η Πύλη μεταμόρ­φωσε σε βουλευτές τους πα­λιούς μπέηδες και αγάδες ένα­ντι μισθού. Ελάχιστη επιτυχία θα εixε πάντως χωρίς την παρελκυ­στική πολιτική της Αγγλίας η ο­ποία για να απομακρύνει από την Αίγυπτο και τη Μ. Ανατολή το εν­διαφέρον των υπολοίπων Δυνά­μεων, συνέβαλε δραστήρια στη διαιρετική τακτική που έθεσε σε εφαρμογή η Πύλη. Δό­λια η Πύλη, με τη βοήθεια των Μουσουλμανικών Κομιτάτων και διαφόρων δημεγερτών, εντό­πιων, αλλά και ξένων γνωστής δράσης από τις σφαγές των Αρ­μενίων, φανάτισε και εκφόβισε τους μουσουλμάνους του νη­σιού, και τελικά κατάφερε να τους πείσει ομαδικά ότι έπρεπε να συρρεύσουν στις μεγάλες πό­λεις. 60.000 μουσουλμάνοι ε­γκλωβίστήκαν στο Ηράκλειο (Αγ­γλικός τομέας κατοχής) καθώς και στις υπόλοιπες πόλεις. Πε­ριεφέροντο ξαθλιωμένοι, εξαρ­τημένοι από τα συσσίτια τροφί­μων που τους παρείχε η Τουρκι­κή Κυβέρνηση, ενώ οι επίτηδες απλήρωτοι και δυσαρεστημένοι Τούρκοι χωροφύλακες τους πα­ρέσυραν σε έκτροπα και εμπρη­σμούς. Τα έκτροπα έδωσαν την α­φορμή να καταπατηθούν μου­σουλμανικές περιουσίες και να γίνουν οι πιο άγριες σφαγές με θύματα κυρίως μουσουλμάνους γεωργούς. Χαρακτηριστικό παρά­δειγμα είναι οι χωρίς αιτία σφα­γές των φιλήσύχων Τουρκοκρη­τών της Σητείας (μουσουλμανο­φανείς). Στην Κεντρική Κρήτη καταστράφηκαν ολοσχερώς και τα 80 μουσουλμανικά χωριά. Τις σφαγές εκτέλεσαν ορεσίβιοι κατ' εντολή χριστιανών εμπόρων και έτσι εξουδετερώθηκαν όλοι οι μουσουλμάνοι ελαιοπαραγω­γοί τον νησιού. Οι μελετητές χα­ρακτηρίζουν την εποχή αυτή ως "εποχή ασάφειας", δεδο­μένου ότι οι Χριστιανοκρήτες, κι­νούμενοι ελεύθερα στην ύπαιθρο καταστρέφουν ή τροποποιούν κάθε είδους στοιχείο που επιθυ­μούν. Τα αμοιβαία έκτροπα έδω­σαν στην Πύλη επιχειρήματα για την ανάγκη διατήρησης μέρούς τον στρατού της στην Κρήτη για την προστασία των μουσουλμά­νων. Οι χριστιανοί παραμέρισαν τα μαχαίρια και περιορίστηκαν στις πολιτικές διαπραγματεύσεις με τις Προστάτιδες Δυνάμεις ε­νώ συνέχιζαν να δρουν οι "άτα­κτοι" Τουρκοκρήτες με την κά­λύψη και υποστήριξη των Άγγλων.

Άγνωστο είναι ποια εξέλι­ξη θα εixαν ευνοήσει οι Άγγλοι εάν δεν συνέβαινε το μοιραίο λά­θος. Οι Τουρκοκρήτες αρχηγοί Κοτσιφόν, Κικιρίδας και Ντελή Αχμετάκης, προσπαθώντας να ε­μποδίσουν τη συνδιαχείρηση με χριστιανούς υπαλλήλους του πλουτοφόρου γι αυτούς Τελω­νείου Ηρακλείου, τους κατέσφα­ξαν μαζί με τους Άγγλους στρα­τιώτες και τον Άγγλο Πρόξενο. Το περιστατικό εξόργισε τον Άγ­γλο Ναύαρχο και μέχρι τις 3 Νο­εμβρίου 1898 δεν απόμεινε ούτε ένας Τούρκος στρατιώτης επά­νω στο νησί. Η απομάκρυνση του Τουρκικού στρατού σηματοδότη­σε και την αποδημία του μισού περίπου μουσουλμανικού πληθυσμού (44.000 άτομα περ.), λίγο πριν φτάσει στην Κρήτη ο Πρίγκιπας της Ελλάδος Γεώργιος, ως Αρμοστής.

Η εγκατάσταση στη Μικρά Ασíα

Πολλές συζητήσεις εixαν προη­γηθεί μεταξύ των ενδιαφερομέ­νων και των Δυνάμεων για τον τό­πο μεταφοράς και εγκατάστασης των Τουρκοκρητών. Εναλλακτικά εixαν εξεταστεί η Ρ ό δ ο ς, που κατά τα 3/4 ήταν τότε έρημη κα­τοiκων, το Δ ά λ ι της Κυπρου - επαρχ. Λευκωσίας - πλάι στους επίσης ελληνόφωνους (και ελλη­νικής καταγωγής) μουσουλμά­νους της Πελοποννήσου που εί­χαν μεταφερθεί εκεί μετά την ε­πανάσταση του 1821, ενώ για τους μουσουλμάνους σφουγγα­ράδες της Σητείας ζητήθηκε η περιοχή της Β ε γ γ ά ζ η ς που όμως δεν εγκρίθηκε από τους Γάλλους. Τελικά, εκτός από ό­σους αμείφθηκαν με αξιώματα για τις υπηρεσίες που εixαν προ­σφέρει προς την Πύλη και κατοίκησαν στην Κωνσταντινούπολη, οι υπόλοιποι, πένητες και ταλαιπω­ρημένοι, εγκαταστάθηκαν κυρί­ως στη Σμύρνη και την ευρύτε­ρη περιοχή της.

Όταν τελείωσε ο ρόλος των μουσουλμάνων Κρητών επάνω στο νησί, οι Τούρκοι, ταλαντού­χοι στην μετακίνηση πληθυσμών, τους εμφύτευσαν σαν μοχλό πί­εσης ανάμεσα στους χριστιανι­κούς πληθυσμούς που ζούσαν στο Μικρασιατικό έδαφος. Η ε­γκατάσταση των Τουρκοκρητών, καθώς και άλλων προσφύγων μουσουλμάνων από τα Βαλκάνια στην περιοχή αυτή, άλλαξε ρα­γδαία τη φυσιογνωμία της και τη μετέτρεψε σε χώρο αντυπαλότη­τας με θύματα τους μικρασιάτες Έλληνες. Ειδικότερα στη Μικρά Ασία μουσουλμάνοι Κρήτες έδρασαν:

1. ως μονάδες οικονομικής πίεσης: Κινδυνεύει ο Ελληνισμός της Ιωνίας από τους Τουρκοκρή­τες και τον οικονομικό τους α­νταγωνισμό, γράφει στις ταξιδιω­τικές του εντυπώσεις από τη ΜΑ ο Α Μ. Ανδρεάδης το 1909.

2. ως μέλη συμμοριών που ε­ξόντωναν και τρομοκρατούσαν φιλήσυχους χριστιανούς αγρό­τες με σκοπό να εξαναγκαστούν σε φυγή, για να αλλοιωθεί η πλη­θυσμιακή φυσιογνωμία των παρα­λίων. Η δράση τους αυτή έγινε εντονότερη κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών και του Α' Παγκ. πο­λέμου. Γνωστό είναι ότι το 1911 σχεδίαζαν τη δολοφονία του Μη­τροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστό­μου καθώς και του Μητροπολί­του Εφέσου, ενώ επίσης υπάρ­χουν μαρτυρίες ότι το 1916 πρω­τοστάτησαν στον εμπρησμό της Ελληνικής συνοικίας της Νέας Εφέσου (Κουσάντασι).

3. ως προβοκάτορες για την προώθηση συγκεκριμένων σχε­δίων. Για παράδειγμα καταγγέλ­λεται από το Πατριαρχείο στις 25 Φεβρ. 1914 ότι το Τουρκικό Κο­μιτάτο χρησιμοποιούσε Τουρκο­κρήτες οι οποίοι παρίσταναν τους πράκτορες της Ελληνικής Κυβέρνησης που προέτρεπαν 'Έλληνες Μικρασιάτες να εγκα­ταλείψουν τις εστίες τους και να μεταναστεύσουν στις Νέες Χώ­ρες της Ελλάδος (Μακεδονία, Θράκη).

Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι και οι Τούρκοι της Μικράς Α­σίας τους αντιμετώπισαν με επι­φύλαξη, σε πολλές περιπτώσεις με εχθρότητα αλλά και φόβο, γιατί διέκριναν σ' αυτούς φανατισμό και εριστικό πνευμα. Το στοιχεί­ο του φανατισμού αξιοποιήθηκε από το Τουρκικό κράτος και με την αθρόα στρατολόγησή τους κατά τη διάρκεια του Α' Παγκ. πολέμου. Τους παρέταξαν στην πρώτη γραμμή στα Δαρδανέλια και στον Καύκασο με αποτέλε­σμα πολλοί να σκοτωθουν. Ενώ λοιπόν αυτοί ιδιαίτερα ταλαιπω­ρήθηκαν και υπέφεραν, οι ειδή­σεις και οι επιστολές που λάβαι­ναν από την Κρήτη μαρτυρούσαν πως οι αδελφοί και συμπατριώ­τες τους ευδαιμονούσαν.

Η δράση τους το 1922

Η στρατολόγηση πολλών Τουρ­κοκρητών στο Σύνδεσμο Εφέ­δρων Αξιωματικών από τον τότε Βαλή Σμύρνης Νουρεντίν Πασά, που το 1922 πρωτοστάτησε στη δολοφονία του Χρυσοστόμου Σμύρνης, τους συνέδεσε με τη δράση των Νεοτούρκων καθώς και των ομάδων των "τσετών". Μαγνησία, Σώκια, Κουσάντασι, Μούγλα, Κιουλούκι... χάρη στη δράση αυτή απέβησαν κέντρα του αντιχριστιανικού κινήματος, ιδίως μετά το 1912, όταν η Κρήτη προσαρτήθηκε στην Ελλάδα και η Τουρκική Κυβέρνηση τους χα­ρακτήρισε επίσημα "πληγέντες". Το βέβαιο λοιπόν είναι πως την προσάρτηση της Κρήτης την πλή­ρωσε ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας με άφθονο αίμα.

Οι βρακοφόροι Τουρκοκρή­τες που το 1919, κάτω από τα πλα­τάνια της πλατείας Τιρκιλικ στη Σμύρνη, υποδέχτηκαν σαν θεό τους τον Κρητικό βουλευτή Μix. Μακράκη (απεσταλμένο από τον Ελευθ. Βενιζέλο) και τον άκου­σαν να τους συμβουλεύει να μην παρασύρονται από το Συνδικάτο των Νεοτούρκων και να μείνουν αμέτοχοι σε όσα συμβούν, ερευ­νητέο είναι το π ώ ς σκέφτηκαν και έδρασαν κατά τη διάρκεια της Ελληνικής κατοχής. Πάντως στο στρατό που αποβιβάστηκε σε λίγο στη Σμύρνη θα αναγνώρισαν και παλιούς αντιπάλους τους να υπηρετούν στο 8ο Σύνταγμα Κρητών, ίσως όμως και φίλους και συγγενείς. Επίσης γνωστή τους ήταν και η σκαιά προσωπικότητα τον Υπάτού Αρμοστή Σμύρνης Α. Στεργιάδη, έμπιστου τον Ελ. Βε­νιζέλου, συνεργάτη τον απ' τον καιρό τον Θέρισου, που έσπευ­σε να επανδρώσει τις οικονομι­κές και διοικητικές υπηρεσίες της Αρμοστείας Σμύρνης κατά προτίμηση με Κρήτες (Αρχείο Ροδά). Όπως είναι γνωστό, η Σύμβαση Ανταλλαγής του 1923 περιέ­λαβε και τους υπόλοιπούς μου­σουλμάνους Κρήτες οι οποίοι με­τεγκαταστάθηκαν στη Μικρά Α­σία. Δεν μας είναι γνωστός ο ακριβής αριθμός τους αλλά άγνω­στος είναι κι ο αριθμός των προ­σφύγων μικρασιατών πού σύμφω­να με την εν λόγω Σύμβαση ε­γκαταστάθηκαν κι αποκαταστά­θηκαν αντίστοιχα στην Κρήτη. Η Κοινωνία των Εθνών στην επίση­μη έκθεσή της τον 1926 βεβαιώ­νει ότι στην Κρήτη τελικά εγκα­ταστάθηκαν μόνο 4000 οικογέ­νειες προσφύγων, κυρίως στην περιοχή Χανίων, κοντά στην πό­λη. Ο αριθμός αυτός είναι οπωσ­δήποτε δυσανάλογα μικρός σε σχέση με τον συνολικό αριθμό των Τουρκοκρητών πού αποχώ­ρησαν από το νησί από το 1897 μέχρι το 1923. Αυτό σημαίνει ότι από τις ιδιοκτησίες που εγκατα­λείφθηκαν από αυτούς, ένα μι­κρό μόνο ποσοστό αποδόθηκε ως ανταλλάξιμη περιουσία στους Μικρασιάτες. „Ορθόν αληθεί αει“.

Η σημερινή κατάσταση

Οι Τουρκοκρήτες είναι σήμερα ενταγμένοι στη σύγχρονη Τουρκική Κοινωνία. Κατοικούν σε με­γάλο αριθμό πόλεων, κωμοπόλε­ων και χωριών που εκτείνονται από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Νοτιοδυτική επαρχία Χατάϋ. Σε πολλές από αυτές αποτε­λούν την πλειοψηφία του πληθυ­σμού, όπως χαρακτηριστικά στο Μαρμαρά, στο Αϊβαλί, τον Τσε­σμέ, το Δικιλί, το Νταβουτλάρ και τα χωριά Αχμέντιγε και Σελίμιγε της περιοχής Αντάλειας. Σε άλ­λες κωμοπόλεις αποτελούν μειο­νότητα, όπως στο Κουσάντασι, τα Σώκια, τα Μούγλα, την Αλικαρ­νασσό (Μποντρούμ), το Τσανάκαλε και τη Μαρμαρίδα, ενώ ο αριθμός τους στις μεγάλες πό­λεις (Κωνσταντινούπολη, Σμύρ­νη, Αδάνα), αν και απροσδιόρι­στος φαίνεται αξιοσημείωτος. Συχνά τους εντοπίζουμε στις παρυφές πόλεων, σε χωρι­στές συνοικίες, με μικρά λευκο­βαμμένα σπίτια. Στα σπίτια αυτά ζουν από το 1913, όταν η Οθωμα­νική Κυβέρνηση τους Θεώρησε επίσημα "πρόσφυγες" και τους παραχώρησε μικρές ιδιοκτησίες για την εγκατάστασή τους. Μια τέτοια συνοικία, γνωστή με το ό­νομα "τα Κρητικά", συναντάμε στην είσοδο της πόλης των Σω­κίων, ακριβώς απέναντι από την παλιά Ελληνική γειτονιά.

Παραδέχονται πως οι πρόγο­νοί τους ήταν ελληνικής καταγω­γής, αφού άλλωστε κι οι περισ­σότεροι απ' τους νεότερους μι­λούν ακόμα τη χαρακτηριστική "κρητική" διάλεκτο ή το λιγότε­ρο "καταλαβαίνούν" Ελληνικά. Σε συζητήσεις αποφεύγουν να θίξουν το ταραγμένο παρελθόν και τις ιδιαίτέρες συνθήκες που οδήγησαν στη νέα τάξη πραγμά­των της ευρύτερης περιοχής. Δεν παραλείπουν πάντως μερι­κοί από αυτούς να εξάρουν το ρόλο των Τουρκοκρητών κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πο­λέμου στην περίθαλψη και διά­σωση πολλών Ελλήνων που διέ­φευγαν μέσω Τουρκίας και την Παλαιστίνη.

Διακρίνονται για την ιδιαίτερη πολιτισμική τους ταυτότητα, χω­ρίς να αποτελούν βέβαια εξαίρε­ση για το λόγο αυτό, δεδομένού ότι και άλλες μειονότητες εμφα­νίζουν πολιτισμικές ιδιαιτερότη­τες μέσα στο πληθυσμιακό μω­σαïκό της Τουρκίας. Στην περί­πτωση όμως των Τουρκοκρητών, πέρα από τα οικογενειακά ήθη και έθιμα, τους τρόπούς διασκέ­δασης, το χιούμορ, τις συνήθειες στο φαγητό, κλπ, αυτό που τους καθιστά μια ξέχωρη μειονότητα είναι ότι όλοι ανεξαιρέτως δια­τηρούν τη μνήμη της κρητικής τους καταγωγής και επιθυμούν να επισκεφτούν την Κρήτη και τα χωριά των παππούδων τους. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η ισχυρή εκτίμηση και ο σεβα­σμός πού τρέφουν απέναντι στους δεσμούς αίματος, η αυτό άλλωστε διατηρούν στενές τις οι­κογενειακές σχέσεις. Βέβαια οι ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί παρατηρούνται σε όλες τις μειο­νότητες της Τουρκίας, γιατί αποτελούν "δύναμη συντήρησης" σε περιβάλλον όπου ασκούνται συ­νεχείς πιέσεις και είναι όλα επισφαλή και ρευστά. Στην περίπτω­ση των Τουρκοκρητών οι οικογε­νειακοί δεσμοί ίσως υπήρξαν το αντιστάθμισμα στην αδυναμία τους να εκφραστούν συλλογικά όπως, για παράδειγμα, μέσα από Συλλόγους και Σωματεία. Κάτω από άλλες συνθήκες, κοινωνι­κές και πολιτικές, είναι βέβαιο ότι οι Τουρκοκρήτες θα είχαν οργανωθεί σε τέτοιους φορείς μνήμης, όπως οι Μικρασιάτες στην Ελλάδα.