Στη φωτογραφία στη δεξιά πλευρά της κάνει την παρουσία της μια χαρουπιά, απομεινάρι σήμερα στο χωριό μου, άλλης εποχής και άλλης οικονομίας
Εδώ και λίγες ώρες η βροχή ξεπλένει τα χρώματα, τις μυρωδιές και τις εικόνες του καλοκαιριού, όλα στο διαλύονται στο νερό, τα τζιτζίκια, οι γρύλοι, τα τριζόνια, ο ιδρώτας που κολλά απάνω σου, οι πανσέληνοι που φώτισαν τις νύχτες, ακόμα και τα συνήθη χρωματιστά σύνολα από σωσίβια, σαγιωνάρες και καρπούζια έξω από τα καταστήματα θερινών αναγκών. Αυτά εδώ στη Μακεδονία, γιατί στην Κρήτη τέτοιες μέρες είχαμε τον καιρό των χαρουπιών, πανέμορφο δένδρο η χαρουπιά βρίσκονταν εκεί που τίποτα άλλο δεν φύτρωνε, ο καρπός άφθονος και φτηνός προορίζονταν για τα ζώα (την περίοδο της κατοχής έσωσε πολλά παιδιά από την πείνα), σε αντίθεση με το λάδι ή τη σταφίδα που φυλάγονταν καλά σε ασφαλείς αποθήκες τα χαρούπια τα καημένα έκαναν σωρούς τεράστιους μέσα στα τσουβάλια τους σε αυλές και δρόμους προς μεγάλη χαρά των μικρότερων που σκαρφαλώναμε πάνω τους με άνεση αναρριχητών, όλα αυτά μέχρι να έρθει ο έμπορος με το τεράστιο φορτηγό του να τα εξαφανίσει. Σήμερα οι χαρουπιές είναι μόνο στα ψαγμένα φυτώρια και προορίζονται για βεράντες και αυλές.
Κερωνιά, Κεραθιά, Χαρουπιά
Δένδρο που όπως αποδεικνύει η μακρά πορεία του ανά τους αιώνες έρχεται στην επικαιρότητα μόνο σε περιόδους πολέμων, λιμών και σιτοδειών που η τροφή είναι λιψή και δυσεύρετη. Πολύ θρεπτικό φυτό που είχε εισαχθεί στην Ελλάδα στην αρχαιότητα - ίσως όμως να ήταν και ιθαγενές στην Κρήτη και στη Ρόδο. Το επιστημονικό του όνομα (Ceratoni Asiliqua) προέρχεται από το "κέρατον", που υποδηλώνει και τη μορφή που έχει ο καρπός. "Ξυλοκέρατο" ή "Τσεράτσι" ονομάζουν τον καρπό στη Μάνη.
Το δένδρο ήταν πολύ γνωστό στη Συρία και στην Ιουδαία την εποχή του Χριστού, (αναφορά στην παραβολή του Ασώτου).
Οι ξεραμένοι σπόροι χρησίμευαν στην Αφρική σαν βαρίδια για το ζύγισμα των μπαχαρικών και στις Ινδίες για να ζυγίζουν το χρυσάφι και τα πετράδια. Από αυτό προέρχεται και η μονάδα βάρους "καράτι", που χρησιμοποιείται σήμερα για τα κοσμήματα. Το βάρος του σπόρου της χαρουπιάς κυμαίνεται ομοιόμορφα μεταξύ 189 και 205 χιλιοστών του γραμμαρίου και το σημερινό καράτι έχει επίσημα καθορισθεί στα 200 χιλιοστά του γραμμαρίου.
Ο Πλίνιος (μοναδικός συγγραφέας Φυσικής Ιστορίας στο Λατινικό κόσμο) περιγράφει τα γλυκά φασόλια της χαρουπιάς σαν τροφή για τα γουρούνια. Ο Θεόφραστος (γνώστης Βοτανικής) περιέγραψε την χαρουπιά με μεγάλη ακρίβεια, ίσως γιατί δεν τη γνώριζαν οι αναγνώστες του από δική τους αντίληψη. Με την προσοχή που τον διακρίνει, ο Θεόφραστος παρατήρησε σωστά πως οι καρποί της βγαίνουν από τον κορμό του δένδρου, κι αυτό γιατί τα λουλούδια φυτρώνουν πάντοτε στις μασχάλες των φύλλων ή απ' ευθείας από τα παλιά κλαδιά.
Τα χαρούπια κατάφεραν να θρέψουν όχι μόνο τον Ιωάννη το Βαπτιστή στην έρημο αλλά και χιλιάδες παιδιά κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Κι αυτό διότι στην άσχημη, σκουρόχρωμη και ζαρωμένη σάρκα τους περιέχουν τα δέκα σπουδαιότερα άλατα και ιχνοστοιχεία και περίπου 8/10 πρωτεΐνη, ασβέστιο, φώσφορο, σίδηρο και βιταμίνες.
Βράζοντας τα χαρούπια παρασκευάζουμε από το μέλι που υπάρχει στο εσωτερικό του ένα απλό υδατώδες εκχύλισμα, το "χαρουπόμελο" το οποίο και χρησιμοποιούσαν ως κύρια γλυκαντική ουσία. Πολλοί την ίδια ακριβώς περίοδο τα φούρνιζαν, τα άλεθαν και ανακάτευαν τη σκόνη τους με το λιγοστό αλεύρι για την παρασκευή του απαραίτητου για την οικογένεια ψωμιού. Οι Τούρκοι παρασκεύαζαν το καλοκαίρι από το "μέλι" των χαρουπιών ένα δροσιστικό σερμπέτι που σέρβιραν με χιόνι ή κρύο και ονόμαζαν "χαρουπάδα" ή "χαρουπιά". Ο σπόρος της χαρουπιάς αντικατέστησε στο παρελθόν ακόμα και τον καφέ, καβουρντιζόμενος με αμύγδαλα και ρεβύθια. Εάν κάποιος κόψει στα δύο τον καρπό του ώριμου χαρουπιού θα διαπιστώσει ότι στάζει μέλι, το οποίο μάλιστα θυμίζει έντονα γεύση σοκολάτας. Το αφέψημα από κοπανισμένα χαρούπια είναι ιδανικό για τα παιδιά που πάσχουν από βροχίτιδα και κοκίτη. Βρασμένα επίσης μαζί με ξερά σύκα και σταφίδες χρησιμοποιούνται ως άριστο αντιβηχικό φάρμακο. Στην ιδιαίτερη πατρίδα μας στον Πύργο αρκετές χαρουπιές υπήρχαν στον Μπέρτσο ή Πέρτσο στην περιοχή όπου ο Λάκος. Η συγκομιδή τους γινόταν στο τέλος του καλοκαιριού, που είναι η εποχή ωρίμανσης.
Έκοβαν στη μέση τα "ξυλοκέρατα" και τα τοποθετούσαν σε κουτιά τα οποία είχαν ντύσει με λαδόκολλα. Τα κατανάλωναν κατά τη διάρκεια του χειμώνα όταν είχαν πλέον ζαχαρώσει. Επίσης τα ξυλοκέρατα ήταν η βασική τροφή των γουρουνιών στη Μάνη.
Βιβλιογραφία:
- Εφημερίδα Καθημερινή 22-9-96 και
- Ελμουτ Μπάουμαν "Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΛΩΡΙΔΑ" στο μύθο, στην τέχνη, στη λογοτεχνία.
Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)